Η ταλεντάρα από την Αργεντινή με το ελληνικό όνομα που η καριέρα του «στοιχειώθηκε» στον Ολυμπιακό. Φερνάντο Κουγιουμτζόγλου. Ένα όνομα που (και να ήθελαν) θα ήταν δύσκολο να γίνει σύνθημα στα χείλη των οπαδών στην Αργεντινή…
Γράφει ο Γιώργος Μαραθιανός
Όταν το επίθετό σου είναι περίεργο περνάς δύσκολα.
Στο σχολείο τρως καζούρα. Κάθε που συστήνεσαι πρέπει να το πεις και δεύτερη φορά γιατί ο συνομιλητής δεν το πιάνει με την πρώτη.
Στις παραγγελίες δεν το γράφουν σωστά και ο ντελιβεράς μπορεί να σε ψάχνει.
Γενικώς, είναι άβολη η κατάσταση. Και είναι ακόμα πιο άβολη αν είσαι ποδοσφαιριστής.
Γιατί αν σε λένε Κολομπούρδα, φίλε μου, ΟΣΗ μπάλα και να ξέρεις, ένας συμπυκνωμένος Μέσι-Ρονάλντο-Ροναλντίνιο να είσαι, μια ζωή θα πρέπει να αποδεικνύεις ότι δεν είσαι άμπαλος.
Αν είσαι, δε, κάποιος παίκτης που δεν κατάφερε ποτέ κάτι ιδιαίτερο στη ζωή του, τότε τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.
Κι όταν τα χρόνια περάσουν, συμβιβάζεσαι με την πραγματικότητα που συμβιβάστηκε κι ένα «αιώνιο ταλέντο» του αργεντίνικου ποδοσφαίρου:
O Φερνάντο Κουγιουμτζόγλου!
«Είναι απίστευτο, αλλά ο κόσμος με θυμάται περισσότερο για το επίθετό μου, παρά για την καριέρα μου στο ποδόσφαιρο», έχει παραδεχθεί ο Λατινοαμερικάνος με τις ελληνικές ρίζες, που κάποτε θεωρούνταν από τις μεγάλες ελπίδες της Ρίβερ Πλέιτ. Και όχι άδικα…
Το να προσπαθήσει ένας Αργεντινός να προφέρει τη λέξη «Κουγιουμτζόγλου» μοιάζει με καψόνι. Είναι λίγο πιο δύσκολο από το να τελειώσει διάγγελμα ο Μίνος και να μην περιέχεται η λέξη «ΠΑΟΚ».
Δεν ήταν όμως ο «δικέφαλος του Βορρά» η ελληνική ομάδα που συνδέθηκε κάποτε με τον (49χρονο σήμερα) συμπατριώτη μας. Ήταν ο Ολυμπιακός.
Και παρόλο που οι «ερυθρόλευκοι» δεν φέρουν την παραμικρή ευθύνη, θα αποτελούν πάντα το προσωπικό του «γαμώτο» για το γεγονός ότι δεν έκανε την καριέρα που όλοι περίμεναν.
Γεννημένος στο Μπουένος Άιρες από γόνους Ελλήνων μεταναστών, ο Κουγιουμτζόγλου ανατράφηκε ποδοσφαιρικά στις ακαδημίες της Ρίβερ Πλέιτ.
Παίζοντας ως δεξιός μπακ είχε τα κλασικά χαρακτηριστικά Λατινοαμερικάνου για τη θέση: Καλή τεχνική κατάρτιση και επιθετικές αρετές, αλλά κενά στην άμυνα.
Πριν καν βγει λοιπόν από το ποδοσφαιρικό του… αυγό, ο πιτσιρικάς είχε ήδη ένα μεγάλο παράσημο. Μια επιτυχία που έμοιαζε παρακαταθήκη για σπουδαία καριέρα:
Με συμπαίκτη τον μεγάλο μετέπειτα Φερνάντο Ρεδόνδο, αλλά και τον αδερφό του Ντιέγκο Μαραντόνα, Ούγκο, κατέκτησε με την εθνική Αργεντινής U-16 το Κόπα Αμέρικα.
Συνεχίζοντας, δε, την ποδοσφαιρική του πρόοδο, ανταμείβεται και σε συλλογικό επίπεδο. Τρία χρόνια αργότερα κάνει το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα της Ρίβερ Πλέιτ.
Η φανέλα της όμως ήταν ακόμη βαριά για εκείνον. Δεν μπόρεσε άμεσα να καθιερωθεί. Και κάπου εκεί μπαίνει στη ζωή του ο Ολυμπιακός. Ή μάλλον ο Κοσκωτάς.
Με την περίφημη ευκολία λοιπόν που μοίραζε χρήμα, του κάνει προσφορά 300.000 δολαρίων για τρία χρόνια. Πολλά λεφτά για έναν άσημο πιτσιρικά. Που δυστυχώς όμως για εκείνον, θα βρεθεί στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή…
Γιατί όταν έφτασε στη χώρα μας το σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν στην κορύφωσή του. Και οι παρενέργειες άγγιξαν και τη δική του καριέρα.
«Έκανα το λάθος να δεχθώ μια πρόταση από την Ελλάδα και τον Ολυμπιακό. Ήταν πολύ συμφέρουσα οικονομικά. Όταν πήγα όμως εκεί ο πρόεδρος της ομάδας ήταν στη φυλακή, εγώ έμεινα ξεκρέμαστος έναν χρόνο και όλοι με ξέχασαν:
Οι διοικήσεις, οι οπαδοί, τα ΜΜΕ. Και παρόλο που μετά έπαιξα στην Εστουδιάντες, τη Λανούς, την Πλατένσε και την Τέμπερλι, δεν έκανα ποτέ την υπέρβαση. Εξαφανίστηκα, έχασα το τρένο…», όπως έχει περιγράψει πικραμένος ο ίδιος.
Αφότου χάλασε λοιπόν η μεταγραφή του στους «ερυθρόλευκους», ο Κουγιουμτζόγλου πάλεψε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Πήρε μεταγραφή στην Εστουδιάντες.
Και παρόλο που ούτε εκεί κατάφερε να καθιερωθεί, το καλό όνομα που διατηρούσε ως υποσχόμενο ταλέντο, του έδωσε μια γερή δόση αυτοπεποίθησης: Γιατί τον έφερε στην προ-επιλογή της εθνικής Αργεντινής για το Μουντιάλ του ’90!
Μπορεί τελικά ο Κάρλος Μπιλάρδο να μην τον συμπεριέλαβε στην αποστολή, αλλά δεν ήταν και λίγο πράγμα να διεκδικείς θέση στην ίδια ομάδα με τον «θεό» Ντιέγκο Μαραντόνα.
Δυστυχώς, αυτή ήταν μια ακόμα έκλαμψη. Η καριέρα του είχε πάρει τα κάτω της. Ή μάλλον δεν είχε καταφέρει ποτέ να πάρει τα πάνω της. Και ένα από τα τελευταία κεφάλαιά της έμελε να γραφτεί ξανά στην Ελλάδα.
Πριν αντιμετωπίσει λοιπόν έναν σοβαρό τραυματισμό, περιπλανηθεί σε ομάδες β’ κατηγορίας της Αργεντινής και κρεμάσει τα παπούτσια του στην Δ’ κατηγορία της Ιταλίας, ο Κουγιουμτζόγλου βρέθηκε ξανά στην Ελλάδα.
Δέχθηκε πρόταση που του έκανε ο Εθνικός το 1992. Και μετάνιωσε ΞΑΝΑ για την επιστροφή στη γη των προγόνων του, όταν έφυγε στο τέλος της σεζόν χωρίς να έχει καν πληρωθεί!
Τουλάχιστον ως προπονητής ακαδημιών (ρόλο που ανέλαβε μετά το τέλος της καριέρας του) τα πήγε καλύτερα. Έδειξε αξιοσημείωτο έργο στη Ρίβερ Πλέιτ και ανέλαβε γενικός διευθυντής στη Σαν Λορέντζο.
Βρήκε επιτέλους το «λιμάνι» του, αφού εκείνο του Πειραιά «στοίχειωσε» τις ποδοσφαιρικές του φιλοδοξίες…
Πηγή: menshouse.gr
Γράφει ο Γιώργος Μαραθιανός
Όταν το επίθετό σου είναι περίεργο περνάς δύσκολα.
Στο σχολείο τρως καζούρα. Κάθε που συστήνεσαι πρέπει να το πεις και δεύτερη φορά γιατί ο συνομιλητής δεν το πιάνει με την πρώτη.
Στις παραγγελίες δεν το γράφουν σωστά και ο ντελιβεράς μπορεί να σε ψάχνει.
Γενικώς, είναι άβολη η κατάσταση. Και είναι ακόμα πιο άβολη αν είσαι ποδοσφαιριστής.
Γιατί αν σε λένε Κολομπούρδα, φίλε μου, ΟΣΗ μπάλα και να ξέρεις, ένας συμπυκνωμένος Μέσι-Ρονάλντο-Ροναλντίνιο να είσαι, μια ζωή θα πρέπει να αποδεικνύεις ότι δεν είσαι άμπαλος.
Αν είσαι, δε, κάποιος παίκτης που δεν κατάφερε ποτέ κάτι ιδιαίτερο στη ζωή του, τότε τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.
Κι όταν τα χρόνια περάσουν, συμβιβάζεσαι με την πραγματικότητα που συμβιβάστηκε κι ένα «αιώνιο ταλέντο» του αργεντίνικου ποδοσφαίρου:
O Φερνάντο Κουγιουμτζόγλου!
«Είναι απίστευτο, αλλά ο κόσμος με θυμάται περισσότερο για το επίθετό μου, παρά για την καριέρα μου στο ποδόσφαιρο», έχει παραδεχθεί ο Λατινοαμερικάνος με τις ελληνικές ρίζες, που κάποτε θεωρούνταν από τις μεγάλες ελπίδες της Ρίβερ Πλέιτ. Και όχι άδικα…
Το να προσπαθήσει ένας Αργεντινός να προφέρει τη λέξη «Κουγιουμτζόγλου» μοιάζει με καψόνι. Είναι λίγο πιο δύσκολο από το να τελειώσει διάγγελμα ο Μίνος και να μην περιέχεται η λέξη «ΠΑΟΚ».
Δεν ήταν όμως ο «δικέφαλος του Βορρά» η ελληνική ομάδα που συνδέθηκε κάποτε με τον (49χρονο σήμερα) συμπατριώτη μας. Ήταν ο Ολυμπιακός.
Και παρόλο που οι «ερυθρόλευκοι» δεν φέρουν την παραμικρή ευθύνη, θα αποτελούν πάντα το προσωπικό του «γαμώτο» για το γεγονός ότι δεν έκανε την καριέρα που όλοι περίμεναν.
Γεννημένος στο Μπουένος Άιρες από γόνους Ελλήνων μεταναστών, ο Κουγιουμτζόγλου ανατράφηκε ποδοσφαιρικά στις ακαδημίες της Ρίβερ Πλέιτ.
Παίζοντας ως δεξιός μπακ είχε τα κλασικά χαρακτηριστικά Λατινοαμερικάνου για τη θέση: Καλή τεχνική κατάρτιση και επιθετικές αρετές, αλλά κενά στην άμυνα.
Πριν καν βγει λοιπόν από το ποδοσφαιρικό του… αυγό, ο πιτσιρικάς είχε ήδη ένα μεγάλο παράσημο. Μια επιτυχία που έμοιαζε παρακαταθήκη για σπουδαία καριέρα:
Με συμπαίκτη τον μεγάλο μετέπειτα Φερνάντο Ρεδόνδο, αλλά και τον αδερφό του Ντιέγκο Μαραντόνα, Ούγκο, κατέκτησε με την εθνική Αργεντινής U-16 το Κόπα Αμέρικα.
Συνεχίζοντας, δε, την ποδοσφαιρική του πρόοδο, ανταμείβεται και σε συλλογικό επίπεδο. Τρία χρόνια αργότερα κάνει το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα της Ρίβερ Πλέιτ.
Η φανέλα της όμως ήταν ακόμη βαριά για εκείνον. Δεν μπόρεσε άμεσα να καθιερωθεί. Και κάπου εκεί μπαίνει στη ζωή του ο Ολυμπιακός. Ή μάλλον ο Κοσκωτάς.
Με την περίφημη ευκολία λοιπόν που μοίραζε χρήμα, του κάνει προσφορά 300.000 δολαρίων για τρία χρόνια. Πολλά λεφτά για έναν άσημο πιτσιρικά. Που δυστυχώς όμως για εκείνον, θα βρεθεί στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή…
Γιατί όταν έφτασε στη χώρα μας το σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν στην κορύφωσή του. Και οι παρενέργειες άγγιξαν και τη δική του καριέρα.
«Έκανα το λάθος να δεχθώ μια πρόταση από την Ελλάδα και τον Ολυμπιακό. Ήταν πολύ συμφέρουσα οικονομικά. Όταν πήγα όμως εκεί ο πρόεδρος της ομάδας ήταν στη φυλακή, εγώ έμεινα ξεκρέμαστος έναν χρόνο και όλοι με ξέχασαν:
Οι διοικήσεις, οι οπαδοί, τα ΜΜΕ. Και παρόλο που μετά έπαιξα στην Εστουδιάντες, τη Λανούς, την Πλατένσε και την Τέμπερλι, δεν έκανα ποτέ την υπέρβαση. Εξαφανίστηκα, έχασα το τρένο…», όπως έχει περιγράψει πικραμένος ο ίδιος.
Αφότου χάλασε λοιπόν η μεταγραφή του στους «ερυθρόλευκους», ο Κουγιουμτζόγλου πάλεψε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Πήρε μεταγραφή στην Εστουδιάντες.
Και παρόλο που ούτε εκεί κατάφερε να καθιερωθεί, το καλό όνομα που διατηρούσε ως υποσχόμενο ταλέντο, του έδωσε μια γερή δόση αυτοπεποίθησης: Γιατί τον έφερε στην προ-επιλογή της εθνικής Αργεντινής για το Μουντιάλ του ’90!
Μπορεί τελικά ο Κάρλος Μπιλάρδο να μην τον συμπεριέλαβε στην αποστολή, αλλά δεν ήταν και λίγο πράγμα να διεκδικείς θέση στην ίδια ομάδα με τον «θεό» Ντιέγκο Μαραντόνα.
Δυστυχώς, αυτή ήταν μια ακόμα έκλαμψη. Η καριέρα του είχε πάρει τα κάτω της. Ή μάλλον δεν είχε καταφέρει ποτέ να πάρει τα πάνω της. Και ένα από τα τελευταία κεφάλαιά της έμελε να γραφτεί ξανά στην Ελλάδα.
Πριν αντιμετωπίσει λοιπόν έναν σοβαρό τραυματισμό, περιπλανηθεί σε ομάδες β’ κατηγορίας της Αργεντινής και κρεμάσει τα παπούτσια του στην Δ’ κατηγορία της Ιταλίας, ο Κουγιουμτζόγλου βρέθηκε ξανά στην Ελλάδα.
Δέχθηκε πρόταση που του έκανε ο Εθνικός το 1992. Και μετάνιωσε ΞΑΝΑ για την επιστροφή στη γη των προγόνων του, όταν έφυγε στο τέλος της σεζόν χωρίς να έχει καν πληρωθεί!
Τουλάχιστον ως προπονητής ακαδημιών (ρόλο που ανέλαβε μετά το τέλος της καριέρας του) τα πήγε καλύτερα. Έδειξε αξιοσημείωτο έργο στη Ρίβερ Πλέιτ και ανέλαβε γενικός διευθυντής στη Σαν Λορέντζο.
Βρήκε επιτέλους το «λιμάνι» του, αφού εκείνο του Πειραιά «στοίχειωσε» τις ποδοσφαιρικές του φιλοδοξίες…
Πηγή: menshouse.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου