Στη ρηματική διακοίνωση της γειτονικής Δημοκρατίας, με βάση την οποία το Υπουργείο Εξωτερικών της ενημέρωνε την ελληνική πλευρά για την ολοκλήρωση των προβλεπόμενων στη Συμφωνία των Πρεσπών συνταγματικών αλλαγών στα Σκόπια, διευκρινιζόταν προς αυτήν ότι σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας των Πρεσπών νοείται ότι ο όρος ‘‘ιθαγένεια’’ (the term nationality) των πολιτών του κράτους αυτού, που ορίζεται ως «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας’’ αναφέρεται μόνο στην ιθαγένεια/υπηκοότητα (citizenship) και δεν προσδιορίζει ή προκαθορίζει την εθνοτική ένταξη/εθνότητα (ethnic affiliation/ethnicity).
Η ρηματική διακοίνωση της όμορης Δημοκρατίας διακρίνει την ιθαγένεια από την εθνότητα, συνταυτίζοντας ουσιαστικά την πρώτη με την υπηκοότητα, και τονίζει ότι προσυπογράψαμε ως Ελλάδα με τη Συμφωνία των Πρεσπών ότι μόνο η ιθαγένεια των πολιτών της Δημοκρατίας αυτής νοείται ‘‘μακεδονική’’. Με αυτόν τον τρόπο καθησυχάζει, υποτίθεται, τις αντιδράσεις και αίρει τους προβληματισμούς της ελληνικής πλευράς επί του ισχυρισμού ότι η Ελλάδα με τη Συμφωνία των Πρεσπών αναγνωρίζει μακεδονικό έθνος.
Το περιεχόμενο της ρηματικής διακοίνωσης έχει νομική βάση και δικαιοπολιτικό θεμέλιο το άρθρο 2 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ιθαγένεια (Convention Europeenne sur la Nationalite), την οποία η γειτονική Δημοκρατία έχει συνυπογράψει και ενσωματώσει στην εσωτερική έννομη τάξη της. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό η «ιθαγένεια» είναι ο νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με το Κράτος και δεν αποτελεί ένδειξη της εθνικής καταγωγής του». Συνεπώς, είναι δυνατόν και εννοιολογικά και νομικά και υπό το πρίσμα της διεθνούς τάξης να υφίσταται και να διαπιστώνεται διακριτότητα μεταξύ των δύο άνω κρίσιμων εννοιών (ιθαγένειας και εθνότητας).
Και τούτο είναι αληθές. Αν και στη διεθνή πρακτική, στον πολιτικό βίο και την πολιτική πραγματικότητα των Κρατών και στη νομική θεωρία (βιβλιογραφία) οι έννοιες ιθαγένεια (citizenship ή nationality) και εθνότητα (nationality) πολλές φορές αλληλοεπικαλύπτονται, συμφύρονται ή αναγνωρίζονται ως ταυτόσημες, η ιθαγένεια και η εθνότητα κάποιες φορές όντως δεν συμπίπτουν.
Για να το εννοήσουμε όμως αυτό θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε, έστω κατά τα στοιχειώδη και αδρομερώς, το νοηματικό φορτίο των δύο αυτών όρων:
Ιθαγένεια είναι η δημοσίου και αναγκαστικού Δικαίου (ius cogens) έννομη σχέση και πολιτική διασύνδεση ενός συντεταγμένου Κράτους με τους πολίτες του. Κάθε Κράτος στο πλαίσιο της αυτοκυριαρχίας του έχει το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζει τις προϋποθέσεις κτήσης ιθαγένειας των πολιτών του, κάθε δε άνθρωπος αποκτά ιθαγένεια από τη στιγμή που γεννιέται είτε με βάση την ιθαγένεια των γονέων του (δίκαιο αίματος – ius sanguinis) είτε με βάση τον τόπο γέννησης του (δίκαιο του εδάφους – ius soli) καθότι σύμφωνα και με το άρθρο 15 της Οικουμενικής Διακήρυξης του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (UDHR) ‘‘καθένας δικαιούται να έχει μια ιθαγένεια’’.
Στο εσωτερικό Δίκαιο μιας Χώρας η ιθαγένεια διαδραματίζει κομβικό ρόλο τόσο ως προς τα αστικά δικαιώματα (ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας) όσο και ως προς τα πολιτικά δικαιώματα των ατόμων που ζουν σε κάθε συγκεκριμένη Χώρα, συνιστά δε εκείνο το καθοριστικό νομικό κριτήριο για την εφαρμογή του πλέγματος του εγχώριου δικαίου και των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στα άτομα αυτά.
Από την άλλη, Έθνος ή Εθνότητα είναι ένα σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά ή γνωρίσματα, μόνιμα, ‘‘ενσωματωμένα’’ και ‘‘ανθεκτικά’’ σε δεδομένο Χωρόχρονο, που όλα μαζί συγκερασμένα προσδίδουν στο σύνολο αυτό συγκεκριμένη εθνοτική ταυτότητα. Συνεπώς, η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η ανά τους αιώνες κοινή ιστορική διαδρομή, ο Πολιτισμός και η πολιτιστική κληρονομιά, οι γεωγραφικές διασυνδέσεις και οι καταγωγικές ομοιότητες δημιουργούν εν είδει αθροιστικού αποτελέσματος τη λεγόμενη ‘‘ειδοποιό διαφορά’’ αυτού του ορισμένου συνόλου ανθρώπων (έθνους) έναντι άλλων συνόλων (εθνών) και σμιλεύουν διαχρονικά την αποκαλούμενη ‘‘συλλογική εθνική συνείδηση’’ των μελών που ανήκουν στο σύνολο αυτό.
Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, είναι νοητικά ψηλαφητή η σε κάποιες περιπτώσεις διάκριση των δύο επίμαχων εννοιών. Όλοι εμείς που γεννηθήκαμε στην Ελλάδα ή στο Εξωτερικό από Έλληνες γονείς και κατά βάση ζούμε εδώ είμαστε και Έλληνες υπήκοοι (άλλως έχουμε την ‘‘ελληνική ιθαγένεια’’) και ανήκοντες στο ‘‘Ελληνικό Έθνος’’. Κάποιοι, ωστόσο, από εμάς που έχουν μεταναστεύσει και ζουν επί χρόνια στο Εξωτερικό, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του Δικαίου του Κράτους στο οποίο ζουν, μπορεί να δικαιούνται να αποκτήσουν ή βεβαίως να έχουν ήδη αποκτήσει (δια πολιτογράφησης) και την ιθαγένεια/υπηκοότητα του Κράτους αυτού, χωρίς όμως ποτέ να πάψουν να είναι Έλληνες (ανήκοντες στο Ελληνικό Έθνος). Συνεπώς, στη δεύτερη αυτή περίπτωση η ιθαγένεια/υπηκοότητά τους και η εθνότητα τους μπορεί και να διαφοροποιούνται.
Για να εννοηθεί καλύτερα (ακόμα και από τους λιγότερο σχετικούς με το ζήτημα) αυτή η κατά περιπτώσεις διαφοροποίηση των δύο εννοιών φέρω δύο ακόμα παραδείγματα: Α. Οι Κύπριοι είναι συμπατριώτες μας. Ο Κύπριος, επομένως, που γεννιέται από Κύπριους γονείς ανήκει στην ελληνική εθνότητα (είναι αναμφισβήτητα Έλληνας), η ιθαγένεια/υπηκοότητα του όμως δεν είναι ‘‘ελληνική’’ αλλά κυπριακή φυσικά, διότι η ελληνική συλλογικότητα που ζει στην Κύπρο έχει οργανωθεί συνταγματικά και πολιτειακά σε ιδιαίτερο και αυτόνομο Κράτος, την Κυπριακή Δημοκρατία. Β. Οι Κούρδοι είναι παγκόσμια αναγνωρισμένο ότι αποτελούν διακριτό έθνος. Δεν έχουν σχηματίσει ποτέ όμως για ορισμένους ιστορικο-πολιτικούς λόγους δική τους πολιτειακή δομή. Ζουν κυρίως στην Τουρκία και το Ιράν, λιγότεροι στο Ιράκ και στη Συρία και άλλοι απ’ αυτούς σε διάφορα Κράτη του Πλανήτη. Ο Κούρδος, λοιπόν, που γεννιέται από Κούρδους γονείς επί παραδείγματι στο Diyarbakir της Τουρκίας ανήκει στην Κουρδική Εθνότητα, έχει όμως την Τουρκική ιθαγένεια/ υπηκοότητα. Αντιστοίχως, ο Κούρδος που κατά τα παραπάνω γεννιέται στην Tabriz του Ιράν, ανήκει και αυτός στο Κουρδικό Έθνος, αλλά φέρει την ιρανική ιθαγένεια.
Η όμορη Δημοκρατία, λοιπόν, καλώς επικαλέστηκε καταρχήν την κατοχυρωμένη και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Ιθαγένειας κατά περίπτωση διακριτότητα των δύο άνω εννοιών. Όμως είναι εξόφθαλμο ότι έκανε τη… ‘‘μισή δουλειά’’ με τη ρηματική της διακοίνωση. Αν η ιθαγένεια/ υπηκοότητα των πολιτών της είναι ‘‘μακεδονική’’, χωρίς ο όρος αυτός (‘‘μακεδονική’’) να παραπέμπει στις εθνικές ρίζες ή καταγωγικές καταβολές του λαού που ζει στο όμορο Κράτος, τότε η Κυβέρνηση των Σκοπίων θα έπρεπε να μας δηλώσει και ‘‘αποκαλύψει’’ ποια είναι και πως αποκαλούν την Εθνότητα τους οι άνθρωποι αυτοί. Είναι, λένε οι Σκοπιανοί, μόνο κατ’ ιθαγένεια/υπηκοότητα ‘‘Μακεδόνες’’. Τότε ποια είναι η εθνότητα τους; ‘‘Μακεδονική’’ κι αυτή, όπως η υπηκοότητα, ή κάτι άλλο;;;
Καθίσταται έτσι η ρηματική διακοίνωση της γειτονικής Δημοκρατίας ένα μεν τυπολογικά και νομικά έγκυρο, κατά τη Σύμβαση της Βιέννης περί του Δικαίου των Διεθνών Συνθηκών (23-5-1969), διάβημα, αλλά συνιστά in essence λειψό και ατελέσφορο ερμηνευτικό εργαλείο.
Παρά ταύτα, βοερή απάντηση στο άνω ερώτημα (περί συνομολογήσεως ή μη στη Συμφωνία των Πρεσπών και από την υπογράψασα ελληνική πλευρά της υπάρξεως ‘‘μακεδονικού έθνους’’) δίδει το ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας και το Σύνταγμα των Σκοπίων. Η συνδυαστική συστηματική και τελολογική ερμηνεία των άρθρων 7 της Συμφωνίας των Πρεσπών και του μη τροποποιηθέντος άρθρου 36 του Συντάγματος των Σκοπίων φανερώνουν και στον πιο αδαή την απτή πραγματικότητα: Στο άρθρο 7 ορίζεται ότι με τους όρους ‘‘Μακεδονία’’ και ‘‘Μακεδονικός’’ θα περιγράφονται η επικράτεια, η γλώσσα και ο πληθυσμός του όμορου κράτους και τα χαρακτηριστικά του, με τη δική του Ιστορία, Πολιτισμό και Κληρονομιά, δηλαδή με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν άμεσα και δηλωτικά στο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου ‘‘έθνους’’. Στο δε άρθρο 36 του Συντάγματος τους, γίνεται λόγος, και εμείς το αποδεχθήκαμε, για αντι-φασιστικούς, εθνικούς, μακεδονικούς, απελευθερωτικούς πολέμους και για μακεδονική εθνική πολιτεία. Κατά συνέπεια, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, συνυπογράψαμε αναμφισβήτητα για την ύπαρξη και μακεδονικού έθνους και ό,τι και να αναφέρεται στην πρόσφατη ρηματική διακοίνωση από το έτερο Μέρος ενέχει πρόθεση παραπλάνησης και ‘‘αφελούς καθησυχασμού’’ της ευρείας μάζας του ελληνικού λαού, κυρίως όλων ημών, των Μακεδόνων.
Για αυτό, λοιπόν, δεν πρέπει να κυρωθεί ούτε ποτέ να ισχύσει η Συμφωνία των Πρεσπών. Γιατί κατασκευάζει, κατοχυρώνει και επιβάλλει, και με την υπογραφή της Ελλάδας, την ύπαρξη (και) ‘‘μακεδονικού έθνους’’, πέραν της αναγνωρίσεως ‘‘μακεδονικής ιθαγένειας’’ στους κατοίκους της γειτονικής Δημοκρατίας. Ενός έθνους που όχι μόνο δεν υπήρξε ποτέ ιστορικά, αλλά και που ούτε οι ίδιοι οι Σκοπιανοί είχαν ‘‘βαφτίσει’’ ποτέ τους ως τέτοιο (ως ‘‘μακεδονικό’’ δηλαδή). Στη Συμφωνία-Πλαίσιο της Οχρίδας (Ohrid Framework Agreement, 13-08-2001), κατά τη συμφιλίωση των Σλάβων με τους Αλβανούς, προκειμένου να μην κυριολεκτικά διαλυθεί το όμορο Κράτος, οι ίδιοι τους δήλωναν ως ‘‘πολυεθνικοί’’ και επ’ ουδενί ακραιφνώς, αμιγώς και αναντίρρητα ‘‘Μακεδόνες’’ (αρ. 1.3. The multi-ethnic character of Macedonia's society must be preserved and reflected in public life). Επομένως, εμείς, οι Έλληνες, με την ανιστόρητη και προκλητική Κυβέρνηση μας, ‘‘χαρίσαμε’’ με μια Συμφωνία διεπόμενη από το διεθνές δίκαιο και υπό καταχώρηση στον ΟΗΕ μια εθνότητα στους γείτονες μας, τη ‘‘μακεδονική’’, που ούτε ποτέ είχαν, ούτε ποτέ φαντάζονταν ότι θα τους αναγνωρίζαμε. Αντιλαμβάνεσθε το μέγεθος της ιστορικής αλλοίωσης και εθνικής μειοδοσίας; Ή πρέπει να γράψω και άλλα για να σας πείσω;…
Κατερίνη, 23/1/2019
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International Relations
and the political science
Η ρηματική διακοίνωση της όμορης Δημοκρατίας διακρίνει την ιθαγένεια από την εθνότητα, συνταυτίζοντας ουσιαστικά την πρώτη με την υπηκοότητα, και τονίζει ότι προσυπογράψαμε ως Ελλάδα με τη Συμφωνία των Πρεσπών ότι μόνο η ιθαγένεια των πολιτών της Δημοκρατίας αυτής νοείται ‘‘μακεδονική’’. Με αυτόν τον τρόπο καθησυχάζει, υποτίθεται, τις αντιδράσεις και αίρει τους προβληματισμούς της ελληνικής πλευράς επί του ισχυρισμού ότι η Ελλάδα με τη Συμφωνία των Πρεσπών αναγνωρίζει μακεδονικό έθνος.
Το περιεχόμενο της ρηματικής διακοίνωσης έχει νομική βάση και δικαιοπολιτικό θεμέλιο το άρθρο 2 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ιθαγένεια (Convention Europeenne sur la Nationalite), την οποία η γειτονική Δημοκρατία έχει συνυπογράψει και ενσωματώσει στην εσωτερική έννομη τάξη της. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό η «ιθαγένεια» είναι ο νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με το Κράτος και δεν αποτελεί ένδειξη της εθνικής καταγωγής του». Συνεπώς, είναι δυνατόν και εννοιολογικά και νομικά και υπό το πρίσμα της διεθνούς τάξης να υφίσταται και να διαπιστώνεται διακριτότητα μεταξύ των δύο άνω κρίσιμων εννοιών (ιθαγένειας και εθνότητας).
Και τούτο είναι αληθές. Αν και στη διεθνή πρακτική, στον πολιτικό βίο και την πολιτική πραγματικότητα των Κρατών και στη νομική θεωρία (βιβλιογραφία) οι έννοιες ιθαγένεια (citizenship ή nationality) και εθνότητα (nationality) πολλές φορές αλληλοεπικαλύπτονται, συμφύρονται ή αναγνωρίζονται ως ταυτόσημες, η ιθαγένεια και η εθνότητα κάποιες φορές όντως δεν συμπίπτουν.
Για να το εννοήσουμε όμως αυτό θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε, έστω κατά τα στοιχειώδη και αδρομερώς, το νοηματικό φορτίο των δύο αυτών όρων:
Ιθαγένεια είναι η δημοσίου και αναγκαστικού Δικαίου (ius cogens) έννομη σχέση και πολιτική διασύνδεση ενός συντεταγμένου Κράτους με τους πολίτες του. Κάθε Κράτος στο πλαίσιο της αυτοκυριαρχίας του έχει το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζει τις προϋποθέσεις κτήσης ιθαγένειας των πολιτών του, κάθε δε άνθρωπος αποκτά ιθαγένεια από τη στιγμή που γεννιέται είτε με βάση την ιθαγένεια των γονέων του (δίκαιο αίματος – ius sanguinis) είτε με βάση τον τόπο γέννησης του (δίκαιο του εδάφους – ius soli) καθότι σύμφωνα και με το άρθρο 15 της Οικουμενικής Διακήρυξης του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (UDHR) ‘‘καθένας δικαιούται να έχει μια ιθαγένεια’’.
Στο εσωτερικό Δίκαιο μιας Χώρας η ιθαγένεια διαδραματίζει κομβικό ρόλο τόσο ως προς τα αστικά δικαιώματα (ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας) όσο και ως προς τα πολιτικά δικαιώματα των ατόμων που ζουν σε κάθε συγκεκριμένη Χώρα, συνιστά δε εκείνο το καθοριστικό νομικό κριτήριο για την εφαρμογή του πλέγματος του εγχώριου δικαίου και των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στα άτομα αυτά.
Από την άλλη, Έθνος ή Εθνότητα είναι ένα σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά ή γνωρίσματα, μόνιμα, ‘‘ενσωματωμένα’’ και ‘‘ανθεκτικά’’ σε δεδομένο Χωρόχρονο, που όλα μαζί συγκερασμένα προσδίδουν στο σύνολο αυτό συγκεκριμένη εθνοτική ταυτότητα. Συνεπώς, η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η ανά τους αιώνες κοινή ιστορική διαδρομή, ο Πολιτισμός και η πολιτιστική κληρονομιά, οι γεωγραφικές διασυνδέσεις και οι καταγωγικές ομοιότητες δημιουργούν εν είδει αθροιστικού αποτελέσματος τη λεγόμενη ‘‘ειδοποιό διαφορά’’ αυτού του ορισμένου συνόλου ανθρώπων (έθνους) έναντι άλλων συνόλων (εθνών) και σμιλεύουν διαχρονικά την αποκαλούμενη ‘‘συλλογική εθνική συνείδηση’’ των μελών που ανήκουν στο σύνολο αυτό.
Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, είναι νοητικά ψηλαφητή η σε κάποιες περιπτώσεις διάκριση των δύο επίμαχων εννοιών. Όλοι εμείς που γεννηθήκαμε στην Ελλάδα ή στο Εξωτερικό από Έλληνες γονείς και κατά βάση ζούμε εδώ είμαστε και Έλληνες υπήκοοι (άλλως έχουμε την ‘‘ελληνική ιθαγένεια’’) και ανήκοντες στο ‘‘Ελληνικό Έθνος’’. Κάποιοι, ωστόσο, από εμάς που έχουν μεταναστεύσει και ζουν επί χρόνια στο Εξωτερικό, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του Δικαίου του Κράτους στο οποίο ζουν, μπορεί να δικαιούνται να αποκτήσουν ή βεβαίως να έχουν ήδη αποκτήσει (δια πολιτογράφησης) και την ιθαγένεια/υπηκοότητα του Κράτους αυτού, χωρίς όμως ποτέ να πάψουν να είναι Έλληνες (ανήκοντες στο Ελληνικό Έθνος). Συνεπώς, στη δεύτερη αυτή περίπτωση η ιθαγένεια/υπηκοότητά τους και η εθνότητα τους μπορεί και να διαφοροποιούνται.
Για να εννοηθεί καλύτερα (ακόμα και από τους λιγότερο σχετικούς με το ζήτημα) αυτή η κατά περιπτώσεις διαφοροποίηση των δύο εννοιών φέρω δύο ακόμα παραδείγματα: Α. Οι Κύπριοι είναι συμπατριώτες μας. Ο Κύπριος, επομένως, που γεννιέται από Κύπριους γονείς ανήκει στην ελληνική εθνότητα (είναι αναμφισβήτητα Έλληνας), η ιθαγένεια/υπηκοότητα του όμως δεν είναι ‘‘ελληνική’’ αλλά κυπριακή φυσικά, διότι η ελληνική συλλογικότητα που ζει στην Κύπρο έχει οργανωθεί συνταγματικά και πολιτειακά σε ιδιαίτερο και αυτόνομο Κράτος, την Κυπριακή Δημοκρατία. Β. Οι Κούρδοι είναι παγκόσμια αναγνωρισμένο ότι αποτελούν διακριτό έθνος. Δεν έχουν σχηματίσει ποτέ όμως για ορισμένους ιστορικο-πολιτικούς λόγους δική τους πολιτειακή δομή. Ζουν κυρίως στην Τουρκία και το Ιράν, λιγότεροι στο Ιράκ και στη Συρία και άλλοι απ’ αυτούς σε διάφορα Κράτη του Πλανήτη. Ο Κούρδος, λοιπόν, που γεννιέται από Κούρδους γονείς επί παραδείγματι στο Diyarbakir της Τουρκίας ανήκει στην Κουρδική Εθνότητα, έχει όμως την Τουρκική ιθαγένεια/ υπηκοότητα. Αντιστοίχως, ο Κούρδος που κατά τα παραπάνω γεννιέται στην Tabriz του Ιράν, ανήκει και αυτός στο Κουρδικό Έθνος, αλλά φέρει την ιρανική ιθαγένεια.
Η όμορη Δημοκρατία, λοιπόν, καλώς επικαλέστηκε καταρχήν την κατοχυρωμένη και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Ιθαγένειας κατά περίπτωση διακριτότητα των δύο άνω εννοιών. Όμως είναι εξόφθαλμο ότι έκανε τη… ‘‘μισή δουλειά’’ με τη ρηματική της διακοίνωση. Αν η ιθαγένεια/ υπηκοότητα των πολιτών της είναι ‘‘μακεδονική’’, χωρίς ο όρος αυτός (‘‘μακεδονική’’) να παραπέμπει στις εθνικές ρίζες ή καταγωγικές καταβολές του λαού που ζει στο όμορο Κράτος, τότε η Κυβέρνηση των Σκοπίων θα έπρεπε να μας δηλώσει και ‘‘αποκαλύψει’’ ποια είναι και πως αποκαλούν την Εθνότητα τους οι άνθρωποι αυτοί. Είναι, λένε οι Σκοπιανοί, μόνο κατ’ ιθαγένεια/υπηκοότητα ‘‘Μακεδόνες’’. Τότε ποια είναι η εθνότητα τους; ‘‘Μακεδονική’’ κι αυτή, όπως η υπηκοότητα, ή κάτι άλλο;;;
Καθίσταται έτσι η ρηματική διακοίνωση της γειτονικής Δημοκρατίας ένα μεν τυπολογικά και νομικά έγκυρο, κατά τη Σύμβαση της Βιέννης περί του Δικαίου των Διεθνών Συνθηκών (23-5-1969), διάβημα, αλλά συνιστά in essence λειψό και ατελέσφορο ερμηνευτικό εργαλείο.
Παρά ταύτα, βοερή απάντηση στο άνω ερώτημα (περί συνομολογήσεως ή μη στη Συμφωνία των Πρεσπών και από την υπογράψασα ελληνική πλευρά της υπάρξεως ‘‘μακεδονικού έθνους’’) δίδει το ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας και το Σύνταγμα των Σκοπίων. Η συνδυαστική συστηματική και τελολογική ερμηνεία των άρθρων 7 της Συμφωνίας των Πρεσπών και του μη τροποποιηθέντος άρθρου 36 του Συντάγματος των Σκοπίων φανερώνουν και στον πιο αδαή την απτή πραγματικότητα: Στο άρθρο 7 ορίζεται ότι με τους όρους ‘‘Μακεδονία’’ και ‘‘Μακεδονικός’’ θα περιγράφονται η επικράτεια, η γλώσσα και ο πληθυσμός του όμορου κράτους και τα χαρακτηριστικά του, με τη δική του Ιστορία, Πολιτισμό και Κληρονομιά, δηλαδή με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν άμεσα και δηλωτικά στο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου ‘‘έθνους’’. Στο δε άρθρο 36 του Συντάγματος τους, γίνεται λόγος, και εμείς το αποδεχθήκαμε, για αντι-φασιστικούς, εθνικούς, μακεδονικούς, απελευθερωτικούς πολέμους και για μακεδονική εθνική πολιτεία. Κατά συνέπεια, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, συνυπογράψαμε αναμφισβήτητα για την ύπαρξη και μακεδονικού έθνους και ό,τι και να αναφέρεται στην πρόσφατη ρηματική διακοίνωση από το έτερο Μέρος ενέχει πρόθεση παραπλάνησης και ‘‘αφελούς καθησυχασμού’’ της ευρείας μάζας του ελληνικού λαού, κυρίως όλων ημών, των Μακεδόνων.
Για αυτό, λοιπόν, δεν πρέπει να κυρωθεί ούτε ποτέ να ισχύσει η Συμφωνία των Πρεσπών. Γιατί κατασκευάζει, κατοχυρώνει και επιβάλλει, και με την υπογραφή της Ελλάδας, την ύπαρξη (και) ‘‘μακεδονικού έθνους’’, πέραν της αναγνωρίσεως ‘‘μακεδονικής ιθαγένειας’’ στους κατοίκους της γειτονικής Δημοκρατίας. Ενός έθνους που όχι μόνο δεν υπήρξε ποτέ ιστορικά, αλλά και που ούτε οι ίδιοι οι Σκοπιανοί είχαν ‘‘βαφτίσει’’ ποτέ τους ως τέτοιο (ως ‘‘μακεδονικό’’ δηλαδή). Στη Συμφωνία-Πλαίσιο της Οχρίδας (Ohrid Framework Agreement, 13-08-2001), κατά τη συμφιλίωση των Σλάβων με τους Αλβανούς, προκειμένου να μην κυριολεκτικά διαλυθεί το όμορο Κράτος, οι ίδιοι τους δήλωναν ως ‘‘πολυεθνικοί’’ και επ’ ουδενί ακραιφνώς, αμιγώς και αναντίρρητα ‘‘Μακεδόνες’’ (αρ. 1.3. The multi-ethnic character of Macedonia's society must be preserved and reflected in public life). Επομένως, εμείς, οι Έλληνες, με την ανιστόρητη και προκλητική Κυβέρνηση μας, ‘‘χαρίσαμε’’ με μια Συμφωνία διεπόμενη από το διεθνές δίκαιο και υπό καταχώρηση στον ΟΗΕ μια εθνότητα στους γείτονες μας, τη ‘‘μακεδονική’’, που ούτε ποτέ είχαν, ούτε ποτέ φαντάζονταν ότι θα τους αναγνωρίζαμε. Αντιλαμβάνεσθε το μέγεθος της ιστορικής αλλοίωσης και εθνικής μειοδοσίας; Ή πρέπει να γράψω και άλλα για να σας πείσω;…
Κατερίνη, 23/1/2019
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International Relations
and the political science
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου