Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

Όλο το γήπεδο χειροκροτούσε όρθιο. Ο «μικρός Βούδας» για 22 χρόνια είχε δώσει κάτι παραπάνω από την ζωή του για το άθλημα

 

Ο Ρομπέρτο Μπάτζιο ήταν ένα θαύμα του ποδοσφαίρου, ο άνθρωπος που χρειαζόταν το ίδιο το ποδόσφαιρο από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 κι έπειτα για να εξελιχθεί. Ο «μικρός Βούδας» όπως ήταν το παρατσούκλι του, αφού είχε ασπαστεί τον βουδισμό, έκανε ένα έθνος να παραμιλάει για χάρη του και μονοπώλησε για πολλά χρόνια την απάντηση στην ερώτηση «ποιος είναι ο καλύτερος Ιταλός ποδοσφαιριστής».

Γράφει ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
 

Η φράση των αρχών της δεκαετίας του ’90, «είδα τον Μπάτζιο να παίζει μπάλα» δεν ήταν υπερβολή. Γιατί όποιος δεν το είδε, έχασε ένα μεγάλο κεφάλαιο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Σαν άνθρωπος ήταν πάντα εσωστρεφής. Το μόνιμο μελαγχολικό του βλέμμα συνέβαλε στο μύθο του, μέσα κι έξω από το γήπεδο. Ο κόσμος τότε δεν ήθελε αυτό που προτιμά σήμερα. Δεν ήθελε σταρ να υπερπροβάλλονται. Προτιμούσε ανθρώπους που έλεγαν λίγα και μιλούσαν κυρίως στο γήπεδο. Ποδοσφαιριστές με εμφάνιση αλήτικη, χωρίς απαραίτητα να ήταν. Ο Μπάτζιο τα είχε όλα αυτά. Πάνω απ’ όλα όμως είχε έναν μοναδικό τρόπο να παίζει ποδόσφαιρο, που όμοιο του δεν είχε δει ξανά κανείς.

Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1967 στο Καλντόνιο, μια μικρή πόλη 11 περίπου χιλιάδων κατοίκων κοντά στη Βιτσέντσα. Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και δεν ήθελε τα παιδιά του να έχουν την ίδια τύχη. Τον πίεζε να διαβάσει, αλλά το μυαλό του Ρομπέρτο ήταν στην μπάλα. Όχι γιατί εκεί θα έπρεπε να είναι το μυαλό ενός παιδιού, αλλά γιατί ήταν εξωφρενικά καλός παίζοντας με αυτή. Στη γενέτειρά του ήταν σταρ από πολύ μικρός. Το ίδιο έγινε αμέσως και όταν ξεκίνησε στα 15 του στην ομάδα της Βιτσέντσα, στην 3η κατηγορία.

Από τα 17 του κιόλας σκοράρει ακατάπαυστα. Η Φιορεντίνα ενδιαφέρεται και πλησιάζει τον πατέρα του. Ο πατέρας του μόνο τότε πείστηκε για το ταλέντο του. Όταν οι άνθρωποι των «βιόλα» του είπαν πως θα γίνει ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης στην ηλικία του σε όλη την Ιταλία.

Πριν φύγει για τη Φλωρεντία όμως, ένας τρομακτικός τραυματισμός έβαλε την καριέρα του σε κίνδυνο. Υπήρξαν φόβοι πως δεν θα ξαναπαίξει μπάλα. Η Φιορεντίνα όμως αποφάσισε να στηρίξει την επιλογή της. Πλήρωσε γιατρούς, τον έστειλε στη Γαλλία και έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να τον δει με τη φανέλα της. Όταν επέστρεψε, στο πρώτο ματς τραυματίστηκε. Το ίδιο σοβαρά.

Τότε φλέρταρε με την κατάθλιψη. Έβλεπε ελάχιστους φίλους και κλείστηκε στον εαυτό του. Ένας από τους φίλους του, του μίλησε για τον βουδισμό. Σε αυτόν βρήκε το κουράγιο να επανέλθει. Στο πρώτο του ματς με τη Φιορεντίνα, σκόραρε με φάουλ ισοφαρίζοντας το παιχνίδι, έχοντας απέναντι στο τείχος τον Ντιέγκο Μαραντόνα με τα χρώματα της Νάπολι. Μέχρι τότε ήλπιζε. Πλέον το είχε πιστέψει κιόλας.

Τα επόμενα 4 χρόνια στη Φιορεντίνα είναι μαγικά. Στη δεύτερη του χρονιά ήταν εκείνη που τον έκανε τον πρώτο παίκτη στον κόσμο που έπαιζε ως δεκάρι και σέντερ φορ μαζί. Τον «Μέσι πριν τον Μέσι» ή το πρώτο «εννιάμισι» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου όπως είχε δηλώσει και ο Πλατινί. Ένα γκολ εναντίον της Νάπολι, όταν και πέρασε όποιον βρήκε μπροστά του, έκανε τη Γιουβέντους να θέλει να τον αποκτήσει με οποιοδήποτε κόστος.

Έτσι κι έγινε. Το 1990, τη χρονιά που η Ιταλία θα φιλοξενούσε στα γήπεδα της το Μουντιάλ. Στη Φλωρεντία ήταν τέτοια η καψούρα με τον Μπάτζιο που ο κόσμος βγήκε έξω και έκανε επεισόδια, σπάζοντας μαγαζιά και ξεκινώντας μάχες με την αστυνομία. Στον τοίχο του σπιτιού του έγραψαν «νεκρός για πάντα».

Ο Μπάτζιο δεν το πήρε πολύ καλά. Αγαπούσε όσο τίποτα τη Φιορεντίνα. Όχι γιατί ήταν οπαδός της από μικρός, αλλά γιατί ήταν η ομάδα που τον περίμενε καρτερικά και του έσωσε την καριέρα. Όταν επισκέφτηκε την έδρα των «βιόλα» για πρώτη φορά, όλο το γήπεδο τον αποδοκίμαζε μόλις έπιανε την μπάλα. Η Φιορεντίνα ήταν μπροστά στο σκορ με ένα μηδέν και η «Γιούβε» κέρδισε πέναλτι. Ο Μπάτζιο αρνήθηκε να το εκτελέσει. Στο 70ο λεπτό, ο προπονητής του τον έκανε αλλαγή. Όλο το παιχνίδι ήταν ένα μαρτύριο γι’ αυτόν. Ενώ βάδιζε προς τα αποδυτήρια, όλο το γήπεδο είπε όποια βρισιά του ήρθε στο κεφάλι και πέταξε ότι είχε πάνω του.

Μεταξύ αυτών ήταν και ένα κασκόλ της Φιορεντίνα. Ο Μπάτζιο μόλις το είδε σταμάτησε, το πήρε στα χέρια του και έσφιξε δυνατά, παίρνοντάς το μαζί του στα αποδυτήρια. Πολλοί φίλοι της Φιορεντίνα τον συγχώρεσαν εκείνη τη στιγμή.

Στο Μουντιάλ του ’90, δεν ήταν καλά ψυχολογικά και δεν ήταν στις αρχικές επιλογές στα πρώτα δυο παιχνίδια της «σκουάντρα ατζούρα». Στο τρίτο απέναντι στην Τσεχοσλοβακία, πέτυχε ένα γκολ – ποίημα. Από τότε όλη η Ιταλία υποκλίθηκε στο μεγαλείο του. Στα δυο επόμενα ματς είναι βασικός και μαγεύει, όμως ο προπονητής επιλέγει να μην τον χρησιμοποιήσει ως βασικό στον ημιτελικό με την Αργεντινή. Αν ρωτήσετε κάποιον Ιταλό γιατί η Ιταλία αποκλείστηκε τότε, θα σας πει δυο λόγους. Γιατί το ματς έγινε στη Νάπολι, όπου ο Ντιέγκο ήταν βασιλιάς και γιατί ο Μπάτζιο δεν ξεκίνησε από την αρχή.

Στην πρώτη του σεζόν στη Γιουβέντους πάει καλά. Αλλά όχι και η ομάδα. Από την επόμενη στήθηκε πάνω του και έφτασε μέχρι να κοντράρει τη μεγάλη Μίλαν, των τριών Ολλανδών. Τον Απρίλιο του 1993, η Γιουβέντους φτάνει στα ημιτελικά του κυπέλλου UEFA και αντιμετωπίζει την Παρί. Στο πρώτο παιχνίδι στο Τορίνο, ο Μπάτζιο πετυχαίνει δυο γκολ και οδηγεί στη νίκη της «Μεγάλη Κυρία». Στον επαναληπτικό, πετυχαίνει ξανά το μοναδικό γκολ στη ρεβάνς του Παρισιού και η Γιουβέντους βρίσκεται στον τελικό, με τον Μπάτζιο να είναι πιο κοντά από ποτέ στον πρώτο του τίτλο. Ο τελικός είναι διπλός απέναντι στην ισχυρή Μπορούσια Ντορτμουντ του Ρουμενίγκε. Όσο δύσκολη κι αν φάνταζε η μονομαχία, ο Μπάτζιο την έκανε να φανεί απλή. Δυο γκολ στη Γερμανία και δυο στην Ιταλία, με τη Γιουβέντους να κατακτά τον κύπελλο και τον Μπάτζιο τον πρώτο του μεγάλο τίτλο.

Εκείνη τη χρονιά κατακτά και τη Χρυσή Μπάλα, επικρατώντας με άνεση στις ψήφους του εκπληκτικού Ντένις Μπέργκαμπ, που τότε αγωνιζόταν στην Ίντερ. Άλλωστε μιλάμε για μια εποχή που ακόμα η Ιταλία είναι το επίκεντρο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.

Στο Μουντιάλ των ΗΠΑ, ήρθε η καλύτερη και η χειρότερη στιγμή της καριέρας του. Με 5 γκολ οδηγεί την ομάδα στο τελικό απέναντι στη Βραζιλία. Το παιχνίδι πάει στα πέναλτι και η Βραζιλία προηγείται 3-2. Αναλαμβάνει να εκτελέσει το 5ο πέναλτι της Ιταλίας και πρέπει να σκοράρει για να παραμείνει στο παιχνίδι. Αλλά o Μπάτζιο με ένα κάκιστο πέναλτι, πετάει την μπάλα άουτ. Ήταν μια στιγμή που δεν ξεπέρασε ποτέ.

Την επόμενη χρονιά θα πάρει το νταμπλ με τη Γιούβε, αλλά δεν είναι βασικός. Ο Λίπι εμπιστεύεται περισσότερο τον ανερχόμενο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο για το σύστημά του. Και ο ίδιος ο Μπάτζιο βέβαια, έχει κλειστεί ξανά στον εαυτό του. Ένα έθνος τα είχε βάλει μαζί του. Όχι μόνο για το πέναλτι, αλλά και για τον βουδισμό. Λες και ήταν άλλος εκείνος που τους οδήγησε μέχρι τον τελικό.

Η Μίλαν τον θέλει. Δεν προσαρμόστηκε ποτέ, παρόλο που είναι στο ρόστερ που κατακτά το «σκουντέτο». Ο τίτλος «ο άνθρωπος που για ένα πέναλτι δεν έγινε βασιλιάς του ποδοσφαίρου», είχε αρχίσει ήδη να παίζει στο μυαλό του κόσμου. Έφυγε για τη Μπολόνια. Σε μια εξαιρετική σεζόν, απαλλαγμένη από την τόση προσοχή που δεν ήθελε εκείνη την περίοδο, σκοράρει 22 φορές σε 30 ματς. Η Ιταλία τον θυμάται ξανά και η εθνική που τόσο εύκολα του έκλεισε την πόρτα, την ανοίγει και πάλι. 

Στο Μουντιάλ της Γαλλίας δεν πήγε ως ηγέτης, αλλά ως μια ποιοτική λύση. Αλλά εκείνος έδωσε ότι είχε και δεν είχε. Στα 31 του, έγινε και πάλι ηγέτης κάνοντας μαγικά. Στο πρώτο ματς με τη Χιλή είναι εξαιρετικός, αλλά ο Μαρσέλο Σάλας σκοράρει δυο φορές και η Χιλή είναι μπροστά στο σκορ με 2-1. Στο 84ο λεπτό η Ιταλία κερδίζει πέναλτι. Κοιτάει το έδαφος, ψάχνοντας να βρει τη δύναμη να κάνει αυτό που έπρεπε. Όλοι οι συμπαίκτες του τού δίνουν κουράγιο. Δεν ήταν έυκολο, αλλά Μπάτζιο το εκτελεί και ισοφαρίζει.

Ήταν μια μικρή εξιλέωση, το γκολ και η ηγετική απόφαση που έδωσε ώθηση στην Ιταλία να προχωρήσει. Αποκλείστηκε στους «8» από τη μετέπειτα πρωταθλήτρια κόσμου Γαλλία. Το παιχνίδι πήγε στα πέναλτι και ο Μπάτζιο εκτέλεσε εύστοχα το πρώτο. Πλέον, το χαμένο πέναλτι του 1994 δεν είχε ξεπεραστεί, αλλά είχε ξεθωριάσει.

Αγωνίστηκε για δυο σεζόν στην Ίντερ και βρήκε το καταφύγιο του από το 2000 μέχρι το 2004, όταν και αποχώρησε από την ενεργό δράση, στην Μπρέσια. Στα 34, πετυχαίνει ένα γκολ που το θυμούνται όλοι, αφήνοντας τον Φαν Ντερ Σααρ να τον ψάχνει ακόμα. Μέχρι το 2004 που αποσύρθηκε πέτυχε συνολικά άλλα 44 γκολ με τη φανέλα της Μπρέσια. 

Τον Απρίλιο του 2004, κλήθηκε για να παίξει το τελευταίο του ματς με την Εθνική. Όλο το γήπεδο χειροκροτούσε όρθιο. Γιατί δεν μπορούσε παρά να υποκλιθεί στο μεγαλείο του Ρομπέρτο Μπάτζιο. Εκείνος σχεδόν κουτσός, δίνει ότι έχει και δεν έχει. Για άλλη μια φορά. Και αποχώρησε από το ποδόσφαιρο. Έτσι απλά και με ψηλά το κεφάλι. Όπως μπήκε. Για 22 χρόνια είχε δώσει κάτι παραπάνω από την ζωή του για το άθλημα. Είχε δώσει την ψυχή του, το σώμα του, όλα του τα συναισθήματα. Ο «μικρός Βούδας» αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Όχι μόνο γιατί του χάρισε σπουδαίες στιγμές, αλλά γιατί ήταν πάντα ακέραιος, ρομαντικός και τίμιος απέναντί του...

www.e-daily.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου